στεριώνω

στεριώνω
στεριώνω, στέριωσα, στεριωμένος βλ. πίν. 3
——————
Σημειώσεις:
στερεώνωστεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα.
Το στερεώνω σημαίνει κυρίως τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο.
Το στεριώνω σημαίνει κυρίως σταθεροποιούμαι σε κάποιο μέρος, θέση εργασίας κτλ. (π.χ. έχει αλλάξει πολλές δουλειές, δεν μπορεί να στεριώσει σε καμιά).
Στη λογοτεχνική γλώσσα βρίσκουμε: σάμπως να στέριωνα μ' ένα φτενό δοκάρι δυο ετοιμόρροπους τοίχους (Ρίτσος, σελ. 20).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεριώνω — Ν βλ. στερεώνω …   Dictionary of Greek

  • στεριώνω — βλ. στερεώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στέριωμα — το, Ν [στεριώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στεριώνω, στερέωμα …   Dictionary of Greek

  • στερεώνω — στερεώνω, στερέωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως → σταθεροποιούμαι σε… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… …   Dictionary of Greek

  • στερεώνω — και στεριώνω στερέωσα και στέριωσα, στερεώθηκα και στεριώθηκα, στερεωμένος και στεριωμένος 1. κάνω κάτι στερεό: Στερέωσε καλά τον τοίχο. – Στερέωσε το τραπέζι, για να μην κουνιέται. 2. αμτβ., γίνομαι σταθερός, μόνιμος: Δεν μπορώ να στεριώσω σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”